Για να το διαλύσουμε, πρέπει κατά πρώτον να αναπτύξουμε την έννοια της αυτοπαρατήρησης. Είναι απαραίτητο το να παρατηρούμε. Αν ένας κάθεται σε μια καρέκλα, ξέρει ότι βρίσκεται καθισμένος, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει παρατηρήσει την καρέκλα. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια κατάσταση απροσεξίας, στην δεύτερη μια κατάσταση συγκεντρωτικής προσοχής. Μπορεί κάποιος να ξέρει ότι την στιγμή αυτή σκέφτεται, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι παρατήρησε τις σκέψεις του. Μπορεί ακόμα να αντιληφθεί κάποια αρνητική κατάσταση μέσα του, μια πεσμένη συναισθηματική κατάσταση, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι την παρατήρησε κιόλας. Η πραγματική παρατήρηση συνήθως μπερδεύεται με την γνώση. Μπορεί δηλ. κανείς να γνωρίζει ότι βρίσκεται σε μια ανεπιθύμητη κατάσταση και όμως να μην το έχει παρατηρήσει. Η πραγματική παρατήρηση δεν πρέπει καθόλου να μπερδεύεται με την σκέψη. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι ακολουθεί ορισμένες αρνητικές και προδεδικασμένες σκέψεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τις παρατηρεί. Όταν εξετάζουμε με προσοχή το φυσικό μας σώμα, στην αρχή είναι δύσκολο ν’ ανακαλύψουμε οποιοδήποτε λάθος. Αργότερα, διακρίνοντας κάποιο ψυχολογικό ελάττωμα, αρχίζουμε από εκεί. Φυσιολογικά ο γνωστικός σπουδαστής δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει την διάλυση του εγώ. Είναι αναγκαίο να παρατηρεί, ν’ αυτοπαρατηρείται. Πρέπει πρώτα να παρατηρήσει το προκείμενο ελάττωμα, να γνωρίσει τον τρόπο λειτουργίας του μιας και οποιοδήποτε εγώ εκφράζεται είτε στο κινητικό κέντρο, ή στο του ενστίκτου, ή στο συγκινησιακό, που βρίσκεται στην καρδιά, σε κάποια μορφή ή στο διανοητικό σε άλλη.
Πρέπει πρώτα να το παρατηρήσει, να το γνωρίσει, μετά να το αξιολογήσει κριτικά, να το αναλύσει και να το καταλάβει. Αυτό είναι το δεύτερο βήμα. Μετά έρχεται το τρίτο, η εκτέλεση, τότε χρειάζεται η συγκέντρωση στην θεϊκή Μητέρα Κουνταλίνη και να την παρακαλέσει να αποδυναμώσει στον ψυχισμό του και να κάνει στάχτη το ελάττωμα ή το ψυχολογικό εγώ που πρώτα αυτός είδε και που μετά καταδίκασε δίκαια. Όσο το εγώ διαλύεται, η ουσία απελευθερώνεται σιγά σιγά. Έτσι όταν όλα τα εγώ θα έχουν διαλυθεί απόλυτα, θα σχηματισθεί μέσα μας ένα κέντρο μόνιμης συνείδησης, θα είναι το Χρυσό Έμβρυο. Οι πραγματικές δυνάμεις βρίσκονται στην Ουσία.
Μέσα μας ζουν πολλά πρόσωπα με αντιφατικά συμφέροντα. Τώρα θα εξηγήσουμε γιατί πρέπει να μάθουμε να προσευχόμαστε, γιατί πρέπει να προσευχόμαστε. στον χώρο της πρακτικής ζωής μπορούμε να παρατηρήσουμε τέσσερις συνειδησιακές καταστάσεις:
Η πρώτη είναι απόλυτα πανανθρώπινη, είναι εκείνη του υποκειμένου που άφησε το φυσικό του σώμα στο κρεβάτι. Το εγώ περιοδεύει μέσα στον συντριπτικό κόσμο ονειροβατώντας μωρολογώντας σε κατάσταση απόλυτης ασυνειδησίας. Δυστυχώς το φυσικό σώμα βρίσκεται παθητικό στο κρεβάτι. Αλλά τι θα γινόταν αν έμενε ξυπνητό, ενεργητικό στα όνειρα ενώ το εγώ περιπλανιέται; Ποια θα ήταν τα αποτελέσματα;
Η δεύτερη συνειδησιακή κατάσταση είναι αυτή του ανθρώπου που ξυπνά από τον συνηθισμένο ύπνο του. Μένει ενεργητικός στα όνειρα του, κοιμάται μέσα σε μια κατάσταση επαγρύπνησης. Αν κάποια προσευχή γίνει από τον πρώτο ή τον δεύτερο όροφο του εσωτερικού μας σπιτιού θα καταλήξει σε κάτι απόλυτα αρνητικό, γιατί μπορεί κανείς σε ασυνείδητη κατάσταση, μηχανικά, να προσευχηθεί για να βρέξει. Πολλά εγώ που υπάρχουν μέσα μας μοιάζουν με πραγματικά πρόσωπα που ζούνε ανεξάρτητα. Αυτά δεν ενδιαφέρονται για το αν θα βρέξει και είναι ικανά να δεσμεύσουν την έννοια της προσευχής αλλά και να ζητήσουν να μην βρέξει. Μπορεί κανείς σε μηχανική κατάσταση να ζητήσει να απαλλαγεί από το άλφα ή βήτα οικονομικό ή ηθικό ή κοινωνικό ή πολιτικό του πρόβλημα. Τα εγώ όμως όπως είναι αντιδραστικά και καθένα έχει τα δικά του κριτήρια, την δική του ύπαρξη και τρόπο σκέψης, ζητούν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ένας μας ζητά. Η φύση απαντά και αφού αυτά είναι μεγαλύτερα, απαντά με δυνάμεις αντίθετες από τις δικές μας που σ’ αυτόν τον φυσικό κόσμο έχουμε φροντίσει να μας ενισχύσουν. Για να έχει λοιπόν η προσευχή μας δύναμη, χρειάζεται να φτάσουμε στην τρίτη συνειδησιακή κατάσταση. Την ιδιαίτερη ανάμνηση του εαυτού μας. Όταν ένας συγκεντρώνεται στην θεϊκή του Μητέρα Κουνταλίνη ή στον πατέρα του που είναι κρυφός, έχει ιδιαίτερη ανάμνηση του εαυτού του. Αν ζητήσουμε από την δική μας θεϊκή Μητέρα, που αποτελεί ένα από τα μέρη του δικού μας εσωτερικού Είναι, να περιορίσει οποιοδήποτε ανεπιθύμητο στοιχείο υπάρχει μέσα μας, μια εσωτερική ανάμνηση του εαυτού μας και η προσευχή μας φτάνει μέχρι Εκείνη. Αυτή είναι η συνειδητή προσευχή που διαφέρει από την μηχανική.
Η τέταρτη συνειδησιακή κατάσταση είναι εκείνη των πραγματικά φωτισμένων, των Τουρίγιας, των Θεανθρώπων που έχουν άμεση επικοινωνία (πρόσωπο με πρόσωπο) με τον κρυφό Πατέρα ή την θεϊκή Μητέρα. Για να ζητήσουμε πρέπει να φτάσουμε στο τέταρτο συνειδησιακό μέρος βαθιά συγκεντρωμένοι, ενώνοντας το νοητικό, το συγκινησιακό και το κινητικό κέντρο σε μια τέλεια αρμονία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα μας ζουν τρεις αδερφοί, που μάχονται μεταξύ τους και που δεν συμφωνούν ποτέ: ο πρώτος είναι το νοητικό κέντρο, ο δεύτερος το συγκινησιακό και ο τρίτος το κινητικό-ένστικτο-σεξουαλικό ενωμένο. Ο νους θέλει κάτι, η αίσθηση κάτι άλλο και η γενετήσια ορμή κάτι τρίτο. Για να είναι τέλεια και αποτελεσματική η συγκέντρωση στην προσευχή, χρειάζεται να έρθει σε καθαρή σχέση με τον νου, να την αισθανθεί η καρδιά και να κινηθεί, να ενεργήσει μέσα στο νόημα των λόγων της προσευχής. Να ενωθούν σκέψη, συγκίνηση ή συναίσθημα και πράξη σ’ ένα μόνο πράγμα. Έτσι περιορίζονται όλα τα ελαττώματα, πριν όμως θα πρέπει να χωριστούμε σε παρατηρητή και παρατηρούμενο, όπως εξήγησα αλλού.